- μεροφάγι
- και μεροφάι, το·1. η τροφή τής ημέρας2. φρ. «μεροδούλι μεροφάι» — βλ. μεροδούλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + -φαΐ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεροφάι — μεροφάι, το και μεροφάγι, το ιού 1. φαΐ μιας μέρας. 2. φρ., «μεροδούλι μεροφάι», βλ. μεροδούλι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)